- ὑπαίθρων
- ὕπαιθροςpublicneut gen plὑπαίθριοςunder the skymasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από … Dictionary of Greek